λιτή

λιτή
η (AM λιτή)
νεοελλ.-μσν.
1. μικρή εκκλησιαστική δέηση που τελείται κατά τις ολονυκτίες
2. θρησκευτική πομπή, λιτανεία
3. ο εσωτερικός νάρθηκας ή εσωνάρθηκας τών μονών
αρχ.
1. ικεσία, παράκληση, δέηση («ὡς οὐδέν ἡμῑν ἤρκεσαν λιταὶ θεῶν», Ευρ.)
2. (ο πληθ. ως ουσ. ή κύριο όν.) αἱ Λιταί
προσευχές θλίψης και μετάνοιας, οι οποίες προσωποποιήθηκαν ως θεές («καὶ γάρ τε Λιταί εἰσι, Διὸς κοῡραι μεγάλοιο, χωλαί τε ῥυσαί τε παραβλῶπές τ' ὀφθαλμώ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιτ- τού λίσσομαι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λίτη — λίτη, ἡ (Μ) βλ. λίτε …   Dictionary of Greek

  • λιτή — prayer fem nom/voc sg (attic epic ionic) λιτός simple fem nom/voc sg (attic epic ionic) λῑτή , λιτός simple fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιτῇ — λιτάζομαι fut ind mp 2nd sg (doric) λιτή prayer fem dat sg (attic epic ionic) λιτός simple fem dat sg (attic epic ionic) λῑτῇ , λιτός simple fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιτή — η 1. ολονύχτια θρησκευτική αγρυπνία. 2. ο εσωτερικός νάρθηκας των βυζαντινών ναών, ο εσωνάρθηκας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιτῆι — λιτῇ , λιτάζομαι fut ind mp 2nd sg (doric) λιτῇ , λιτή prayer fem dat sg (attic epic ionic) λιτῇ , λιτός simple fem dat sg (attic epic ionic) λῑτῇ , λιτός simple fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιταῖς — λιτή prayer fem dat pl λιτός simple fem dat pl λῑταῖς , λιτός simple fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιταῖσι — λιτή prayer fem dat pl (epic ionic aeolic) λιτός simple fem dat pl (epic ionic aeolic) λῑταῖσι , λιτός simple fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιταῖσιν — λιτή prayer fem dat pl (epic ionic aeolic) λιτός simple fem dat pl (epic ionic aeolic) λῑταῖσιν , λιτός simple fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιταί — λιτή prayer fem nom/voc pl λιτός simple fem nom/voc pl λῑταί , λιτός simple fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιτᾶν — λιτή prayer fem gen pl (doric aeolic) λιτός simple masc/fem gen pl (doric) λῑτᾶν , λιτός simple masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”